κτιννύω

κτιννύω
κτείνω
kill
pres subj act 1st sg
κτείνω
kill
pres subj act 1st sg (attic)
κτείνω
kill
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποκτίννυμι — κ. κτίνυμι κ. κτιννύω αποκτείνω* …   Dictionary of Greek

  • αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”